- σκνιπός
- σκνῑπός , σκνιπόςniggardlymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκνιπός — και σκνιφός, ή, όν, Α 1. τσιγγούνης, φιλάργυρος 2. αυτός που έχει ασθενική όραση, μύωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» (πρβλ. κνιπός: κνίψ). Για τις μτφ. χρήσεις τών τ. βλ. λ. κνίψ] … Dictionary of Greek
σκνιπότης — και σκνιφότης, ητος, ἡ, Α φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιπός / σκνιφός με σημ. «φιλάργυρος» (βλ. λ. σκνιπός και κνίψ)] … Dictionary of Greek
σκνιπῶν — σκνῑπῶν , σκνιπός niggardly fem gen pl σκνῑπῶν , σκνιπός niggardly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκνιπόν — σκνῑπόν , σκνιπός niggardly masc acc sg σκνῑπόν , σκνιπός niggardly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
скнипа — вошь , церк., перм., сиб. (Даль), др. русск. скнипа (Зизаний, азбуковн.). Из ср. греч. σκνίπα комар, блоха , от греч. σκνί̄ψ, род. п. σκνιπός насекомое (Фасмер, Гр. сл. эт. 184; Gesprächbuch 51; Маценауэр, LF 20, 8) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σκιφός — και σκιπός, ή, όν, Α 1. φειδωλός 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκιφός, ὁ μικρολόγος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκνιπός / σκνιφός] … Dictionary of Greek
σκνίπα — (plebotomus). Δίπτερο μυζητικό έντομο της οικογένειας των Ψυχωδιδών, γνωστό και με το όνομα φλεβοτόμος. Έχει μήκος σώματος 1,3 ως 3,5 χιλιοστόμετρα και το μεγαλύτερο μέρος του είναι σκεπασμένο με χνούδι. Τα θηλυκά τρέφονται με αίμα, που είναι… … Dictionary of Greek
σκνίπτω — Α [σκνίψ, σκνιπός] (κατά τον Ησύχ.) νύσσω, τσιμπώ, κεντώ … Dictionary of Greek
σκνιπαίος — και δ. αν. σκνιφαῑος, αία, ον, Α σκοτεινός, αυτός που βρίσκεται ή περιπλανάται μέσα στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιπός / σκνιφός + κατάλ. αῖος, πιθ. και κατ επίδραση τού κνεφ αῖος, από όπου και η σημ. τής λ. (βλ. και λ. κνίψ)] … Dictionary of Greek
σκνιπολογώ — έω, Α συλλαμβάνω σκνίπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» + λογῶ*] … Dictionary of Greek